- κακοδιαθετώ
- -έωείμαι κακοδιάθετος, κατέχομαι από κακοδιαθεσία, αδιαθετώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακοδιάθετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοδιαθετώ — κακοδιαθέτησα, κατέχομαι από κακοδιαθεσία: Ο πρόεδρος ξαφνικά κακοδιαθέτησε και δε θα παραβρεθεί στη συνεδρίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)